- κογχυλιάτης λίθος
- Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά, εμφανίζει σωρεία από κελύφη, με λίγη ορυκτή κόλλα από μικροκρυσταλλικό ασβεστίτη.
Χαρακτηριστικός είναι ο κ.λ. με πρίσματα από inoceramus (ελασματοβράγχιο), του οποίου τα πρισματικά κελύφη δεν αφήνουν σχεδόν καθόλου θέση στο τσιμέντο.
Στην Ελλάδα, υπάρχει σε πολλές περιοχές, κυρίως στη Ραφήνα, στον Πειραιά, στον Ισθμό της Κορίνθου κ.α., συνήθως μέσα σε νεογενείς αποθέσεις. Χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό.
Στη στρωματογραφία, υπάρχει μια υποδιαίρεση του γερμανικού τύπου, τριασικού, που ονομάζεται του κ.λ.· η φάση όμως αυτή του τριασικού αποδείχθηκε ότι είναι τοπικής σημασίας (βόρεια Γερμανία). Σύμφωνα με αυτόν τον τύπο, το τριασικό υποδιαιρείται σε: keuper (νέος ερυθρός ψαμμίτης) χερσαίας ή λιμναίας φάσης· muchelkalk (κ.λ.) θαλάσσιας (ενδοχωρικής) φάσης· και buntsandstein χερσαίας ή λιμναίας φάσης.
Κογχυλιάτης λίθος, ασβεστολιθικό πέτρωμα που αποτελείται από ισχυρά συγκολλημένα κελύφη.
Dictionary of Greek. 2013.